στηρικτός

στηρικτός
-ή, -όν, Α [στηρίζω]
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεοστήρικτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρίθηκε για τους αγώνες του εναντίον της εικονομαχίας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. 2. Λέγεται ότι διετέλεσε ηγούμενος της μονής της Πελεκητής στην Τριγλία. Η μνήμη του τιμάται στις 28… …   Dictionary of Greek

  • στηρικταῖς — στηρικτής masc dat pl στηρικτός solid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρικτήν — στηρικτής masc acc sg (attic epic ionic) στηρικτός solid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”